-
1 Λαμπροί
Λαμπρόςbright: masc nom /voc pl -
2 Λάμπροι
Λάμπροςmasc nom /voc pl -
3 λαμπροί
λαμπρόςbright: masc nom /voc pl -
4 κάρτα
κάρτᾰ (cf. κράτος), Adv., freq. in [dialect] Ion. and Trag., rare in Com. and [dialect] Att. Prose (v. infr.):—with Adjs. and Advbs.,A very, extremely; with Verbs, very much;κ. κακῶς ῥιγῶ Hippon.16
;ἐσθλοὺς κ. μαχητάς Aristeas Epic.Fr.3
; κ. ἀπὸ θερμέων Χωρέων very hot, Hdt.2.27; κ. θεραπεύειν τινά, opp. μετρίως, Id.3.80;κ. δεόμενος Id.8.59
;κ. ὀξύ Hp. Acut.58
;κ. πρευμενεῖς A.Ag. 840
;κ. ἰδεῖν ὁμόπτερος Id.Ch. 174
;εἰ καὶ μακρὰ κ. ἐστίν S.Tr. 1218
;ὥς σου κ. νῦν μνείαν ἔχω E.Med. 328
, cf. 222, etc.; once in Pl.,πηλοῦ κ. βραχέος Ti. 25d
; ληρεῖς ἔχων κ. Ar. Av. 342 (troch.).2 surely, in very deed,κ. δ' ἔστ' ἐγχώριος A.Th. 413
; κ. δ' ὢν ἐπώνυμος true to thy name, Id.Eu.90, cf. Th. 658; κ. δ' εἰμὶ τοῦ πατρός all on the father's side, Id.Eu. 738;κ. δ' εἴσ' ὅμαιμοι Id.Th. 939
(lyr.); ἦ κ. Id.Ag. 592, 1252, S.El. 312, 1278, etc.;σὺ δὲ κ. φείδῃ Amips.22
.3 καὶ κ., used to increase the force of a previous statement,τὰ ἀνέκαθεν λαμπροί, ἀπὸ δὲ Ἀλκμέωνος.. καὶ κ. λαμπροί Hdt.6.125
; esp. in dialogue, yes, verily, ἦ γάρ τινες ναίουσι.. ; Answ.καὶ κ... S.OC65
; ἆρ' ἄν τί μου δέξαιο.. ; Answ.καὶ κάρτα γ E.Hipp. 90
; once in Ar.,καὶ κ. μέντἂν.. καθείλκετε Ach. 544
; in Hdt. also, τὸ κ. 1.71, 4.181; esp. with a slightly iron. sense, with a vengeance,ἐς ὂ δὴ καὶ τὸ κ. ἐπύθοντο 1.191
, cf. 3.104, 6.52. -
5 δυνάστης
δυνάστης, ὁ, der Mächtige, Vornehme im Staate; ἄνδρες Her. 2, 32; so heißt bei Soph. Ant. 601, ch. ἀγήρῳ χρόνῳ δ. Zeus; bei Aesch. Ag. 6 sind λαμπροὶ δ. φέροντες χεῖμα καὶ ϑέρος βροτοῖς die Gestirne, Sonne u. Mond. Bestimmter: einzelne Familien, die tyrannisch im Staate herrschen, vgl. δυνα-στεία; so vrbdt Plat. τυράννων καὶ βασιλέων καὶ δ., Gorg. 525 d. Bei Pol. heißen so bes. kleinere Fürsten.
-
6 ἀν-έκαθεν
ἀν-έκαθεν, a) von oben herab, = ἄνωϑεν, u. damit vrbdn, Aesch. Ch. 421; vgl. 315; Eum. 347; ἡ ἀν. φορά Plut. Num. 13. – b) von der Zeit, von Alters, von den Ahnen her, ursprünglich, oft bei Her., auch ἀνέκαϑε, z. B. ἔοντες ἀνέκαϑεν Πύλιοι 5, 65; τὰ ἀνέκαϑεν 6, 35; ἔσαν τὰ ἀν. λαμπροί 6, 125; τὸ ἀνέκαϑεν Ἀργείων ἄποικοι γεγόνασι Pol. 16, 12, 2, der auch ἀν. κατηγορεῖν, ποιεῖσϑαι τὴν ἐξήγησιν sagt, 5, 16, 6. 2, 35, 10, von Anfang an.
-
7 δυνάστης
A lord, master, ruler, of Zeus, S.Ant. 608 (lyr.); ἄνδρες δ. the chief men in a state, Hdt.2.32, cf. Pl.R. 473d, etc.; petty chief, princelet, Th.7.33, etc.;ἡγεμόσι καὶ δ. καὶ βασιλεῦσιν Plb.9.23.5
, cf. 10.34.2, Posidon.50 J., Str. 17.3.25; λαμπροὶ δυνάσται, of the stars, A.Ag.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυνάστης
-
8 φοιτάω
Aἐπεφοίτεε Nonn.D.1.321
); [dialect] Dor. inf. ; [tense] impf.[dialect] Dor. [ per.] 3sg.ἐφοίτη Theoc.2.155
; [dialect] Ep. [ per.] 3 dualφοιτήτην Il.12.266
; [dialect] Ion. : [dialect] Aeol. [tense] aor. subj. [ per.] 2sg.- άσῃς Sapph.68
:—go to and fro, backwards and forwards, and generally, with notion of repeated motion, stalk;ἀν' ὅμιλον ἐφοίτα θηρὶ ἐοικώς Il.3.449
, cf. 13.760;φοίτα δ' ἄλλοτε μὲν πρόσθ' Ἕκτορος, ἄλλοτ' ὄπισθε 5.595
; ;ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος Od.9.401
., cf.10.119;πάντῃ φοιτήσασα Il.20.6
;φοίτα μακρὰ βιβάς 15.686
, cf. Od.11.539; διὰ νηὸς φ. keep going from one part to another, 12.420; l.c.; of birds on the wing, Od.2.182, E.Hipp. 1059, Ion 154 (lyr.); of horses going to feed, Hdt.1.78; of hounds casting about for the scent, X.Cyn.4.4, 6.19; φοιτᾷς ὑπερπόντιος ἔν τ' ἀγρονόμοις αὐλαῖς, of love frequenting both sea and land, S.Ant. 785 (lyr.), cf. E.Hipp. 447; of young men strutting about to show their persons,λαμπροί τ' ἐν ἥβῃ καὶ πόλεως ἀγάλματα φοιτῶσ' Id.Fr. 282.11
.2 roam wildly about, Il.24.533;οἱ δὲ μεγάλα στενάχοντες φοίτων Od.14.355
;φοιτῶν μανιάσιν νόσοις S.Aj.59
, cf. OT 476 (lyr.), 1255: hence, roam about in frenzy or ecstacy, ἐς Διόνυσον, of a Bacchant, AP6.172.3 of sexual intercourse, go in to a man or woman,εἰς εὐνὴν φοιτῶντε Il.14.296
;πρὸς ἀλλήλους Pl.R. 390c
;πρὸς τὴν γυναῖκα Lys.1.19
; παρ' αὐτήν ib.15;παρὰ τὸν ἑωυτῆς ἄνδρα Hdt.2.111
;παρὰ τοὺς δούλους Id.4.1
; .4 resort to a person as a friend, φ. παρά τινα visit him, Pl.Phd. 59d, Euthd. 295d, La. 181c, etc.; παρ' ἡμᾶςφ. ὡς παρὰ φίλους Id.R. 328d
;πρὸς τὴν συνουσίαν τινός Id.Lg. 624a
;σφιν ἑκατέρωσε Id.Grg. 523b
.b resort to a person or place for any purpose,ἐφοίτων παρὰ τὸν Δηϊόκεα.. δικασόμενοι Hdt.1.96
;παρά τινα φ. ἐς λόγους Id.7.103
; φ. ἔς τε πολέμους καὶ ἐς ἄγρας, ἔς τε ἀγορὴν καὶ ἐξ ἀγορῆς, Id.1.37;ἐς τὰ χρηστήρια Id.6.125
;εἰς τὸ ἱερὸν ἑκάστης ἡμέρας Pl.Lg. 794b
; φ. πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, of embassies from the subject states, Th.1.95; φοιτᾶν ἐπὶ τὰς θύρας τινός frequent, wait at a great man's door, Hdt.3.119, X.Cyr.8.1.8, HG.1.6.10; later,φ. ἐπὶ θύρας Plu.Aem.10
, Luc.DMort.9.2, etc.;ἐπὶ θύραις Plu.Cat. Mi.21
(s. v. l.);ἐπὶ τὴν ἐμὴν οἰκίαν Lys.3.29
, cf. Aeschin.1.58;εἰς τὸ ἱερόν IG7.235.2
(Oropus, iv B. C.); alsoφ. εἰς συσσίτια Pl.R. 416e
;ἄκλητος φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον Cratin.45
(anap.), cf. Eup.162 (lyr.);εἰς καπήλου φ. Plu.2.643c
; ; of a company of actors,φ. τισι εἰς τὴν πόλιν Pl.Lg. 817a
.: abs., of a suitor,φοιτῶν ἐναργὴς ταῦρος, ἄλλοτ' αἰόλος δράκων.. ἄλλοτ' ἀνδρείῳ κύτει βούπρῳρος S.Tr.11
.c of a dream that visits one frequently, haunts one,ἐν ὀνείρασι φοιτῶσα E.Alc. 355
; .5 resort to a person as a teacher,παρά σε ταῦτα μαθησόμενος Id.Smp. 206b
; παῖς ὢν ἐφοίτας ἐς τίνος διδασκάλου (sc. οἶκον); Ar.Eq. 1235, cf. Pl.Prt. 326c, Alc.1.109d;τῶν διδασκάλων ὅποι ἐφοιτῶμεν Is.9.28
;εἰς τὰ διδασκαλεῖα φ. X.Cyr.1.2.6
;εἰς παλαίστραν Pl.Grg. 456d
;πρὸς τὰς τοῦ γραμματιστοῦ θύρας Id.Erx. 398e
: later, c. dat.,τοῖς μάγοις Philostr. VA1.26
;διδασκάλοις Jul.Or.7.219c
: abs., go to school, Ar.Nu. 916, 938 (anap.);ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ' ἐφοίτων D.18.265
: οἱ φοιτῶντες the schoolboys, Pl.Lg. 804d, Isoc.15.183.6 of a physician, practise, Hp. Lex4.II of things, esp. of objects of commerce, to come in constantly or regularly, be imported, ἐξ ἐσχάτης (sc. Εὐρώπης) ; κέρεα τὰ ἐς Ἔλληνας φοιτέοντα which are imported into Greece, Id.7.126; σῖτος δέ σφι πολλὸς ἐφοίτα corn came in to them in plenty, ib.23, cf. Lys. 32.15, X.HG1.1.35; come in, of tribute or taxes, , cf. 3.90: generally,ἀκάμας χρόνος.. ἀενάῳ ῥεύματι φ. E.Fr.594.2
(anap.);ᾧ μία τις πήρα, μία διπλοΐς, εἷς ἅμ' ἐφοίτασκίπων
travelled,AP
7.65 (Antip.); of reports, was current,Plu.
Fab.21;τὸ Σερτωρίου κλέος ἐφοίτα πανταχόσε Id.Sert.23
;ἀρεταὶ πάντῃ φ. διὰ τῆς φήμης D.S.10.12
; of fits of pain,ἥδε [νόσος] ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ, ἀπέρχεται S.Ph. 808
, cf. Hes. Op. 103; of the καταμήνια, Arist.HA 582b4, GA 727b27; of recurrent καθάρσεις, Id.HA 583a26; τὰ οὖρα καθαρὰ ἐφοίτα came clear, Hp. Epid.7.115;ἄνω φοιτᾷ ἡ ὀδύνη Id.Mul.1.63
; of recurrent phenomena, such as rain, snow, hail, Arist.Mete. 347b12, Pr. 931a38. -
9 ἀνέκαθεν
II of Time, from the first, ἐόντες ἀ. Πύλιοι being Pylians by origin, Id.5.65, cf. 7.221; more often with the Art.,γεγονότες τὸ ἀ. ἀπὸ Αἰγύπτου 2.43
, cf. 6.128;γένος ἐόντες τὰ ἀ. Γεφυραῖοι 5.55
, cf. 1.170, 6.35; τὰ ἀ. λαμπροί of ancestral renown, 6.125;πόλις ἀ. συγγενίς OGI566
([place name] Lycia).2 ἀ. κατηγορεῖν narrate from the beginning, Plb.2.35.10, 5.16.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνέκαθεν
-
10 δυνάστης
δυνάστης, ὁ, der Mächtige, Vornehme im Staate; ἀγήρῳ χρόνῳ δ. Zeus; λαμπροὶ δ. φέροντες χεῖμα καὶ ϑέρος βροτοῖς die Gestirne, Sonne u. Mond. Bestimmter: einzelne Familien, die tyrannisch im Staate herrschen; bes. kleinere Fürsten -
11 διαμένω
διαμένω impf. διέμενον; fut. 3 sg. διαμενεῖ LXX; 1 aor. διέμεινα; pf. διαμεμένηκα (s. μένω; Pre-Socr., X., Pla. et al.; ins, pap, LXX; En 23:2; TestJud 21:1; JosAs 21:3 cod. A and Pal. 364 [p. 71, 14 Bat.]; EpArist; Philo; Jos., Ant. 14, 266; 20, 225; Just.; Tat. 20, 2; Ath., R. 61, 17 al.) gener. ‘remain’.① to continue in an activity, state, or condition, remain πάντα οὕτως δ. everything remains as it was 2 Pt 3:4. μετὰ νηπιότητος δ. ἔν τινι remain with innocence in someth. Hs 9, 29, 2. τὸ δένδρον τοῦτο ὐγιὲς διέμεινεν remained healthy Hs 8, 1, 4. διαμείνατε τοιοῦτοι remain as you are (Epict. 2, 16, 4) Hs 9, 24, 4; cp. 9, 29, 3. διέμενεν κωφός he remained mute Lk 1:22 (cp. SIG 385, 8; EpArist 204 πλούσιος δ.). ἔν τινι (PTebt 27, 40) remain somewhere permanently Hs 9, 28, 5; continue in someth. (Pla., Prot. 344b; 3 Macc 3:11) ITr l2:2; IPol 8:3; Hs 9, 29, 1; διαμένουσι λαμπροί they will stay bright Hs 9, 30, 2. Abs. remain, continue (Dio Chrys. 57 [74], 21; LXX; EpArist 226; 258; 259) Pol 1:2.② continue to exist, live on opp. ἀπολέσθαι Hb 1:11 (Ps 101:27).③ to continue in association with someone, remain continually w. someone δ. πρός τινα Gal 2:5; cp. Ac 10:48 D; δ. μετὰ τινος stand by someone (Sir 12:15) Lk 22:28.—DELG s.v. μένω. M-M.
См. также в других словарях:
Λαμπροί — Λαμπρός bright masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπροί — λαμπρός bright masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάμπροι — Λάμπρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρτα — (I) κάρτα (Α) επίρρ. 1. πάρα πολύ, σφοδρά («κάρτα κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.) 2. εντελώς, κατ εξοχήν («κάρτα δ ἔστ ἐγχώριος», Αισχύλ.) 3. φρ. «καὶ κάρτα» α) (σε διάλογο) αλήθεια, βέβαια β) για ενδυνάμωση αυτού που λέγεται («ἦσαν μὲν καὶ τὰ ἀνέκαθεν… … Dictionary of Greek
LACEDAEMON — I. LACEDAEMON Semeles an Taeiigetae ex Iove fil. ductâ Sparte, Eurorae filiâ Lelegis pronepte, Spartam Moysis tempore s. Lacedaemoniorum civitatem condidit. Comestor in c. 10. Exod. Eius fil. Amyclas fuit, filia, Acrisii Argivorum Regis uxor… … Hofmann J. Lexicon universale
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
δυνάστης — (dynastes). Γένος μεγάλων σκαραβαίων της τροπικής Αμερικής. Ανήκει στην οικογένεια των σκαραβαιιδών και είναι το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κολεόπτερα έντομα. Το έντομο αυτό παρουσιάζει έντονα χαρακτηριστικά φυλετικού διμορφισμού (βλ. λ.). Το αρσενικό … Dictionary of Greek
κομήτης — Ιδιόμορφο αστρικό σώμα, νεφελώδους σύστασης και απροσδιόριστων διαστάσεων. Οι κ. εμφανίζονται στον ουρανό ως λαμπροί αστέρες, ακολουθούμενοι από μια πολύ μακριά φωτεινή προέκταση. Στους κ. διακρίνονται συνήθως τρία χαρακτηριστικά μέρη: ο πυρήνας … Dictionary of Greek
νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού … Dictionary of Greek
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek
σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… … Dictionary of Greek